- στεφανάκι
- το, Νυποκορ. μικρό στεφάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφάνιο — το / στεφάνιον, ΝΜΑ [στέφανος] υποκορ. μικρός στέφανος, μικρό στεφάνι, στεφανάκι νεοελλ. ανθρωπολ. κρανιομετρικό σημείο το οποίο βρίσκεται στη σύμπτωση τής στεφανιαίας ραφής και τής άνω κροταφικής χώρας μσν. το στεφάνωμα αρχ. 1. πίτα με σχήμα… … Dictionary of Greek
στεφανίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek